εὐσεβῶν

εὐσεβῶν
εὐσεβέω
live
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
εὐσεβής
pious
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

  • Amphinomos und Anapias — Katana, Æ16, nach 212 v. Chr. (Calciati 11) Amphinomos und Anapias (auch Anapis oder Anapius) waren ein Symbol für die pietas gegenüber den Eltern. Das fromme Brüderpaar aus Katane soll während eines Ausbruchs des Ätna seine Eltern aus den… …   Deutsch Wikipedia

  • Anapias — Katana, Æ16, nach 212 v. Chr. (Calciati 11) Amphinomos und Anapias (auch Anapis oder Anapius) waren ein Symbol für die pietas gegenüber den Eltern. Das fromme Brüderpaar aus Katane soll während eines Ausbruchs des Ätna seine Eltern aus den… …   Deutsch Wikipedia

  • благовѣрьныи — (204) пр. Преданный истинной вере, православный; благочестивый: и оного с҃на васили˫а бл҃говѣрьнааго ѡного моужа именьмь агрика. ведоша въ срачины. ЧудН XII, 69г; никако же подобаеть ѥдинѣмъ съ женами ˫асти. аще не како съ нѣкыими б҃обо˫азнивыими …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • благочьстивыи — (209) пр. 1.Православный, основанный на благочестии; святой: Вѣра права и дѣла бл҃гочьстива. (ϑεοσεβῆ) Изб 1076, 154 об.; благочьстивы˫а вьсѩ христовы оувѣдѣвъша заповѣди божьствьны˫а. Стих 1156 1163, 72 об.; то же Мин XII (июль), 113; и цвьтѩше… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εκτενής — ες (AM ἐκτενής, ές) αυτός που απλώνεται σε έκταση, εκτεταμένος («εκτενής αγρός, οδός, μελέτη, λόγος, συζήτηση») αρχ. 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή τάση να εκτείνεται προς άλλους ή άλλα, και επομ. μεταδοτικός, βοηθητικός, φιλικός 2. (για πρόσ.) …   Dictionary of Greek

  • ευσεβής — ές (ΑΜ εὐσεβής, ές, Μ και εὐσεβός, όν) 1. αυτός που σέβεται τον θεό και τηρεί τις εντολές του, θρήσκος 2. εκείνος που τόν διακρίνει ευσέβεια (α. «ευσεβείς σκέψεις» β. «εὐσεβεῑ γνώμᾳ») 3. αυτός που νιώθει βαθύ σεβασμό προς τους γονείς, δασκάλους κ …   Dictionary of Greek

  • περίδραξις — άξεως, ἡ, ΜΑ [περιδράσσομαι] η σύλληψη, η κατανόηση (α. «περίδραξις τῆς παιδείας» β. «εὐσεβῶν δογμάτων περίδραξις») αρχ. το να πιάνει κανείς με το χέρι κάτι …   Dictionary of Greek

  • πιαριστές — οι, Ν εκκλ. μοναχικό τάγμα τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που ιδρύθηκε το 1597 στη Ρώμη από τον Ισπανό μοναχό Ιωσήφ Καλασάνθα και τού οποίου η δράση αναπτύχθηκε στις χώρες τής Ευρώπης και τής Αυστραλίας, όπου ίδρυσε πολλά σχολεία τα λεγόμενα… …   Dictionary of Greek

  • Βρετονικός κύκλος — Με τον τίτλο αυτό είναι γνωστή η συλλογή θρύλων και αφηγήσεων που αναφέρονται στον μυθικό βασιλιά Αρθούρο και στη στρογγυλή τράπεζά του, μία ομάδα ευσεβών πολεμιστών που τηρούσαν αυστηρά τους νόμους της τέλειας ιπποσύνης. Η ιστορική ύπαρξη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”